photo: scalidi
photo: scalidi

Αγορίστικη ορμή ξεχειλίζει από το ιδιόμορφο αφήγημα του Ντέιβ Έγκερς «Τα αγρίμια» που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Τόπος, σε μετάφραση της Μαρίνας Τουλγαρίδου. Είχα διαβάσει το σπαρακτικό του μυθιστόρημα «Τότε που σκοτείνιασε ο ουρανός» (2008, εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου) και νόμιζα ότι με περίμενε μια αντίστοιχη εμπειρία.

Όμως, όχι. Πρόκειται για ένα βιβλίο που βασίστηκε στο εικονογραφημένο «Where the Wild Things Are» (1963) του Maurice Sendak. Με ασύλληπτη φρεσκάδα, παρακολουθούμε το Μαξ ένα αγόρι κάπου εκεί στα πρόθυρα της εφηβείας να έρχεται αντιμέτωπος με τα θηρία μέσα και γύρω του. Και κυρίως με τη ζωή που τον περιμένει πάντα παρακάτω να έρχεται. «… κάθε αγόρι που είναι μισός λύκος και μισός άνεμος δεν κρυώνει ποτέ…», αλλά η μοναξιά που βιώνει αυτός ο μικρούλης μοναχικός λύκος είναι εκείνη που τον οδηγεί στα πέρατα της φαντασίας του. Χωρισμένοι γονείς, ανεπίσημος πατριός, μεγαλύτερη αδερφή, οι φίλοι της, οι παράξενοι γείτονες. Μέσα σ’ αυτό το σύμπαν, ο αδυνατούλης Μαξ πρέπει να επιβιώσει. Η αρσενική ανάγνωση του κόσμου είναι εδώ. Τι κάνει ένα αγόρι για να βρει τον εαυτόν του; Μα, κυρίως έρχεται σε συνθηκολόγηση με τα τέρατα της φαντασίας του, αφού προηγουμένως έχει αφήσει να τον καταπιούν. «…Ο Μαξ ένιωσε κάτι να αλλάζει μέσα του. Οι σκέψεις του μπήκαν σε μια σειρά, το σχέδιό του ήταν καλά καταστρωμένο και ξεκάθαρο. Είχε ανάγκη να είναι αυτός ο κάποιος…».

Δεν περίμενα να μου αρέσει ένα βιβλίο σαν κι αυτό, δεν ξέρω ούτε καν γιατί διάλεξα να το διαβάσω. Κλείνοντάς το όμως, έμεινα με την αίσθηση ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι τα αγόρια εγκλωβισμένα μέσα στην παιδικότητά τους: ζουν με τα πλάσματα της φαντασίας τους. Ένιωσα πόσο πολύ μπορούν να μας καταπιούν οι άλλοι, τάχα για να μας φροντίσουν, να μας υπερασπιστούν ή να μας βοηθήσουν. Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να μείνουμε ελεύθεροι, ανεξάρτητοι, ο εαυτός μας και ταυτόχρονα να επιβιώσουμε. Τα θηρία συνήθως μας τρώνε εκ των έσω. Αυτό που έχουμε να εξημερώσουμε, στην ουσία είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Μα, ποιοι είμαστε τελικά; Είμαστε η ανθρωπιά και η τρυφερότητά μας, η αέναη εφηβεία μας, η γλύκα μας, εκείνο το αεράκι που αφήνουμε γύρω μας όταν περνάμε, είμαστε η ορμή που αποφασίζουμε να ζήσουμε τη ζωή μας. Τότε στο διάβα μας, η σκοτεινή μας φαντασία μπορεί να χαλιναγωγηθεί. Μόλις αποφασίζουμε να κινηθούμε, να βγούμε από το στόμα του κήτους και να χυθούμε στο πέλαγος με ό,τι μας βρίσκεται. «…Έχεις ποτέ βρεθεί σε κάποιο μέρος όπου θα έπρεπε να νιώθεις όμορφα, αλλά αντίθετα αισθάνεσαι ότι όλα είναι εκτός ελέγχου, όπου εσύ μοιάζεις μικρός κι ανήμπορος; Σ’ ένα μέρος όπου όλοι οι άνθρωποι είναι θαρρείς φτιαγμένοι από αέρα και δεν ξέρεις τι σκοπεύουν να κάνουν στη συνέχεια;». Τι συνηθισμένη ενήλικη συνθήκη της ζωής μας που την παραδεχόμαστε ακόμα πιο δύσκολα, ίσως μόνο άμα βρεθούμε μόνοι μας στο σκοτάδι με τα δάκρυά μας… Τότε δεν είναι που ξεπηδούν από μέσα μας όλοι οι παιδιάστικοι φόβοι; Τότε δεν είναι που αντέχουμε να πούμε στον εαυτόν μας: «… Θέλω να φτιάξω έναν τόπο όπου μονάχα τα πράγματα που θέλεις να συμβούν θα συμβαίνουν…»; Τότε δεν είναι που η προσωπική μας μαγεία, ανασυρμένη από τα πιο δυσθεώρητα βάθη του ασυνείδητου εαυτού μας, αναλαμβάνει να κάνει την πιο βρώμικη δουλειά προκειμένου να επιβιώσουμε; Προκειμένου να γίνουμε αυτός ο «κάποιος» που ποθούμε; Φτάνει να θυμόμαστε να ονειρευόμαστε ότι θα μας περιμένει πάντα ένα ζεστό πιάτο φαγητό στο τραπέζι και κάποιος να κοιμάται δίπλα στον καναπέ, ξενυχτισμένος για χάρη μας. Για χάρη του κάθε μικρού Μαξ μέσα μας.

Δημοφιλή τώρα