
«Ξέρω ‘γω, να σε στοιχειώσουν τα βαμμένα μου νύχια, να μείνουν για πάντα μπηγμένα στο μυαλό σου, να το ξεσκίζουν. Κι η καρδιά σου; Αυτήν αφού την ξεπαγώσεις, ρίξ’ τη κομματάκια στα σκυλιά, αλλά δεν θα την αγγίξουν. Στο εγγυώμαι. Κι η ανάσα μου; Αυτή να γίνεται λίβας και να σε καίει στα σωθικά που τόλμησες να πάρεις τη δική μου. Τι νόμισες; Ότι θα καθαρίσεις μόνο με αστυνομίες, δικαστήρια και φυλακές;
Σε γελάσανε. Εάν νομίζεις ότι απλώς θα γίνω τύψεις, ενοχές και θα ταξιδεύω στο διηνεκές. Κάτι το αφηρημένο, κάτι που χάθηκε. Ή ένα μαύρο πουλί που θα σε κυνηγάει. Σε γελάσανε τα μαύρα δικά σου σύννεφα. Εάν σε στοιχειώσει κάτι, θα ‘ναι το κορμί μου, η ματιά μου, το δικό μου εκ των έσω ανάστημα. Που έστω και μετά τη βίαιη απομάκρυνση από τη ζωή, τη ζωή μου, θα ορθώνεται. Σε κάθε γυναίκα, στη φιγούρα της, στην ψυχή της.
Θυμάσαι που έλεγες για το παράστημά μου; Για την αξιοπρέπειά μου; Ε, αυτά τα ίδια θα σε πνίξουν. Όχι, γιατί ήμουν «καλό» παιδί ή γυναίκα ή κάτι το εύθραυστον. Αλλά γιατί ήμουν κάτι το τόσο ισχυρό που δεν μπόρεσες να φτάσεις ούτε το πάτωμα που αγγίζουν τα πέλματά μου. Αυτά με τα βαμμένα κόκκινα νύχια. Αυτά σε δαιμόνιζαν. Να τα ξεβάψω. Δεν σφάξανε. Ή μάλλον με σφάξανε κάτι τέτοιες απαιτήσεις. Κάνε αίτηση σε όποιον θεό ή τέρας ή άνθρωπο πιστεύεις. Και θα σας ειδοποιήσουμε. Τα κόκκινα νύχια μου όμως θα σε καταδιώκουν με ποδοβολητά μέρα και νύχτα. Από τα βήματα όλων των γυναικών.
Κι άμα νομίζεις ότι τα λόγια μου τα τρυφερά ήταν μόνο για να καλμάρεις και να σταματάς τις τάχα ζούρλιες σου, τις υπερβολές σου, τις ασύστολες ψευτιές κι αδημονίες σου, πλανάσαι πλάνην οικτράν. Τα μελωμένα λόγια μου θα σε κυνηγούν όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Αυτά που έχασες. Η αγάπη και ειπωμένη. Αυτά που αντιγύρισες σε λαβωμένα σώματα, γραμμές μόνο για πένθιμα κείμενα εφημερίδων που ξεβάφουν στα χέρια.
Δεν σε μάγεψα ποτέ, δεν έπιανε μελάνι πάνω σου, δεν έπιανε καλοσύνη, γλύκα, αβρότητα, έγνοια, τρυφερότητα, αλλά σου στέλνω πια τα φιλιά του Κάτω Κόσμου, όλα δικά σου χαιρετίσματα από τη ζωή που ποτέ δεν θα έχεις. Από την αρχή, λοξές ματιές, στραβά βλέμματα: πώς κάθισες, πώς μίλησες, πώς κοίταξες, πώς ανάσανες. Και φόραγα αναπνευστήρα κι εγώ -και η κάθε εγώ μου- και βούταγα εντός μου να σωθώ, ν’ αντέξω, να γλιτώσω. Βούταγα να περισώσω το οξυγόνο μου, της καρδιάς μου την αγνότητα, την ψυχή μου. Εκεί δεν μπορείς να μπεις χωρίς την άδειά μου, χωρίς κάλεσμα. Εκεί οι πόρτες είναι κλειστές, θεόκλειστες, αμπαρωμένες. Και τα κλειδιά ριγμένα στον βυθό μου. Τι νόμιζες; Κάποια Μαρία, κάποια Αντιγόνη, κάποια, κάποια, κάποια θα στέκει δίπλα μου και θα κροταλεί η ψυχή της. Μπορείς να σταθείς ν’ αντέξεις αυτό το μαρτύριο;
Άκου πώς έχουν τα πράγματα. Τα νταούλια βαράνε στους κροτάφους σου, από κάτι ανεπαίσθητο και όχι πια ειρηνικό: ένα γέλιο, ένα άγγιγμα, μια ανάμνηση, μια άκρη από φουστανάκι που σαλεύει, μια κουρτίνα που φυσάει στο αεράκι, μια μυρωδιά, ένα τσαντάκι μισάνοιχτο, μια στάλα άρωμα. Θυμάσαι τότε που λιγωνόσουν από μυρωδιές; Του αίματός μου όμως η μυρωδιά δεν σε σταμάτησε ούτε του παγωμένου μου βλέμματος το σπαθί σε τραυμάτισε ή σ’ αμπόδησε. Τάχα μού στέρησες τη φωνή, μού έκοψες τη γλώσσα και δεν θα μαρτυρήσει πια. Θα αλυχτάει όμως η έρημη φωνή μου στους δρόμους. Απ’ όλες τις φωνές των γυναικών που ντράπηκαν, βιάστηκαν, σκοτώθηκαν, παραβιάστηκαν, αλλά έμειναν απόρθητες οι ψυχές τους. Και θα μαρτυράει. «
…
Την είδα που λες να περπάταει στον δρόμο, αλαφιασμένη, χαμένη, κουρασμένη. Με πληγές ορατές και αόρατες. Κυρίως αυτές. Που διακρίνουν μόνο τα βλέμματα αυτών που «βλέπουν» τους άλλους, την ανάγκη τους. Κι είπα να την αφήσω να μιλήσει, να σε μαρτυρήσει. Την τύλιξα με εφημερίδες να μην κρυώνει και την άφησα με μαύρα γράμματα στην οθόνη να πει όσα εγώ άκουσα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.