Υφαντική ποιητική τέχνη

Η Μαριαλένα Σπυροπούλου είναι κυρίως ποιήτρια. Μετά τα υπόλοιπα, πεζογράφος, δημοσιογράφος, ψυχοθεραπεύτρια, που εμπεριέχουν το πρώτο.

Ποιεί, δημιουργεί. Υφαίνει ένα πέπλο, μιαν εσάρπα, μια πανοπλία, ό,τι χρειαστεί η εκάστοτε περίπτωση της κόρης, του κούρου, του ανθρώπου που η πλάτη του χάσκει. Γίνεται με τις λέξεις της τοίχος που στηρίζει, δανεισμένο σακάκι που σκεπάζει, που καλύπτει, που βοηθάει τον αναγνώστη να αναδομήσει μέσα του ό,τι χρειάζεται για να πιαστεί και να προχωρήσει. Ένα ρούχο για να υποθάλψει το τρέμουλο της ανθρώπινης συγκίνησης, τότε που κρυώνει. Ένα χέρι, ένα βλέμμα, μια αναπνοή, ένα «σε νιώθω» μέσα από τις σελίδες.

Στο ποιητικό της έργο «Κόρη χωρίς πλάτη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα, ο λόγος θέλει καιρό για να χωνευτεί. «Κανείς δεν μπορεί να σου πάρει τη θλίψη», διατείνεται, αλλά την ίδια στιγμή αυτό το ποίμα είναι ικανό και να την πάρει και να την παραδώσει κάπου αλλού έξω από τον αναγνώστη, εκεί που ζουν οι θλίψεις όλων των ανθρώπων, τα πάθη τους, οι χαρές τους, οι ματαιώσεις τους, οι ελπίδες-λεπίδες τους, είναι το ίδιο σημείο που διαλέγουν όλοι οι αφηγητές, όλοι οι ψιθυριστές ιστοριών, όλοι οι τροβαδούροι χιλιετιών να εναποθέσουν την ψυχή τους για να πουν τις ιστορίες τους με στόμα αμίλητο.

Ας πούμε ότι αυτή είναι μια αόρατη παγκόσμια τράπεζα της ανθρωπότητας που φυλάει εντός της τα σπάργανα της ζωής, της ανάσας, του συν-αισθήματος. Κι η Μαριαλένα Σπυροπούλου είναι σαν να έχει έναν ανοιχτό λογαριασμό εκεί, ας πούμε όψεως, που δίνει συνεχώς πρόσβαση και στους άλλους να καταθέτουν και να εκταμιεύουν. «Και ψέλλισαν λέξεις/όσιες/ φέρνοντας μέσα όσα έλειπαν/ τα κενά που δεν ράβονταν ποτέ/ αυτά που χάθηκαν στον δρόμο μέσα από τρύπιες τσέπες/ και ξαναμπαλωμένα παπούτσια».

Αυτές οι «υφάντρες» μέσα στους αιώνες που σε μαζεύουν γύρω από τη φωτιά, σε σκεπάζουν με τις λέξεις τους και σου ψιθυρίζουν τα αρχέγονα λόγια, τα αιώνια, τα ίδια και τα ίδια για τους ανθρώπους, έχουν δώσει τις κλωστούλες τους στη Σπυροπούλου και της έχουν πει το μυστικό στ’ αυτί. «με κοίταξες ένα βράδυ/πώς δεν πήραν φωτιά τα μάτια σου».

Πέρα από όλες τις ικανές απο-σκευές της, η ποιήτρια εδώ φέρει μιαν ποιότητα -διαχρονικό ζητούμενο- που την συνδέει με δεσμούς δακρύων και αίματος με τους άλλους: τη δυνατότητα, την ισχύ, να είναι ευάλωτη, εκτεθειμένη, ακάλυπτη. Αυτό είναι και το μυστικό.

Άλλωστε ένας «ντυμένος», ενδεδυμένος τις άμυνές του, μπροστά σε πολλούς «ακάλυπτους», τι μπορεί να είναι; Απλώς …γυμνός στα μάτια τους. «Να συναντήσεις έναν μελλοθάνατο/ και έναν εραστή/ μέσα σε έναν εκτυφλωτικό ήλιο/ είναι το ίδιο».

Η δύναμη της Σπυροπούλου είναι αυτό το παιδάκι που βλέπει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός και δεν διστάζει να το δείξει και να το πει. «Ο μοναχός ασκείται καθημερινά στην αντοχή του κόσμου».

Photo by Feyza on Pexels.com
Advertisement
Αρέσει σε %d bloggers: