Το 2012, πολύ μακρινό, ήταν η χρονιά που είδα πώς θα διαλύονταν οι εργασιακές συνθήκες που ζούσαμε. Με 1.700 ευρώ το μήνα μεικτά μισθό, που φάνταζαν λίγα σε σχέση με τη δουλειά που έκανα τότε, έμεινα απλήρωτη τον περισσότερο καιρό και τελικά απολύθηκα. Ήταν παροιμιώδης η αναδελφικότητα που συνάντησα, όπως και η συναδελφικότητα από λίγους κι εκλεκτούς και ορκίστηκα για το πώς θα στηρίζω εγώ τους άλλους στο εξής.
Οι εφημερίδες μόλις είχαν διαλυθεί. Πήρα όλη την αποζημίωση. Πήγα ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό, αγόρασα μια καλή φωτογραφική μηχανή και περίμενα να ξαναβρώ εργασία στο νέο τοπίο. Βρήκα πρόσκαιρα, μετά από ενάμιση χρόνο, στέλνοντας απλώς βιογραφικό στον αρχισυντάκτη, στη μεγαλύτερη εφημερίδα και τη μόνη που αντέχει ακόμη, κι έκανα πράξη το όνειρό μου για 3,5 χρόνια. Βιβλία, τέχνη, συγγραφείς από το εξωτερικό, παραστάσεις. Σχεδόν ταυτόχρονα άνοιξε μπροστά μου μια νέα πύλη προσωπικής ενδυνάμωσης, το κουνγκ φου κι η γιόγκα, καθώς και η εμπλοκή μου με τα εθελοντικά που δεν είχα ιδέα μέχρι τότε.
Προσπαθούσα σε όλα μου τα κείμενα να υπάρχει ένα μήνυμα ενίσχυσης αυτών που με διάβαζαν -όπως τους καιρούς των απολύσεων έστω και υπόγεια στήριζα τους ανθρώπους στα κείμενα, εκεί που μπορούσα-, κάτι που να τους δώσει ένα έρεισμα σε όλα αυτά που συντελούνταν και τα ζούσε ο καθένας κατά μόνας.
Κι από τον μοναχικό γραφιά που ένιωθα μια ζωή, αλλά δεν ήμουν κι ακριβώς μόνον αυτό, όταν από τα 21 μου οργάνωνα μια εφημερίδα και συνεργαζόμουν κι επικοινωνούσα με τόσους ανθρώπους, κυρίως 20 χρόνια μεγαλύτερούς μου τότε, βρέθηκα εκεί έξω στην κοινωνία. Μακριά από την ιδρυματοποίηση του περίκλειστου κύκλου των εφημερίδων και της ζώνης ασφαλείας που ήταν πάντα οι γραπτές μου λέξεις.
Με την οικονομική κρίση να απλώνει τα πλοκάμια της και να διαρρηγνύει τα πάντα, όλα οξύνθηκαν. Να διαπιστώνω τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ρατσισμό στο Γκάζι, τα αβοήθητα παιδιά, τους αβοήθητους συναδέλφους που βρεθήκαμε στο πουθενά, την τρομερή βία εναντίον των γυναικών που υπέβοσκε κι άρχισα να οσμίζομαι και στη σκοτεινή αίθουσα των πολεμικών τεχνών, τους αβοήθητους ξένους και Άλλους. Το 2017 ήταν μια χρονιά-σταθμός, καταρρίφθηκαν οι μεγάλες ιδέες του εθελοντισμού, έζησα τα μεγάλα νοσοκομεία με την ασθένεια του μπαμπά, ερχόταν σαν χιονοστιβάδα κατά πάνω μου αυτή η διάλυση που διαπιστώνουμε τώρα λόγω πανδημίας, αλλά η αλήθεια είναι ότι σιγο-έβραζε από το 2007 κιόλας, τη θυμάστε άραγε εκείνη τη διεθνή οικονομική κρίση πώς ξεκίνησε;
Κρατήθηκα άλλα δυο χρόνια στο ρελαντί, αν και η συμβουλή είχε έρθει νωρίς, να τα παρατήσω όλα, να μαζευτώ στον εαυτόν μου, να κρατήσω τη δύναμή μου και να δω τι θα κάνω. Το προσπάθησα, αλλά οι άνθρωποι τελικά είναι μεγάλο δέλεαρ ακόμη και για τον μοναχικό γραφιά. Στο τέλος του 2019, με ένα σπασμένο χέρι, αποσύρθηκα σιγά σιγά απ’ όλα για να έρθει το Μάρτη του 2020 η πανδημία και να με συμμαζέψει εντελώς. Α, και το «Γραφείον ο φόβος» που κυκλοφόρησε στη Γαλλία μεταφρασμένο από τη Λωράνς, τι χαρά!
Από το 2017, οι συνεντεύξεις εργασίας -ανεργίας όπως τις λέω πια- μου είχαν δείξει τον κόσμο που αναδυόταν. Η συναναστροφή με όλους αυτούς τους πιθανούς απίθανους εργοδότες μου είχε αποκαλύψει τον παραλογισμό που ζούσανε. Πήγαινα και μίλαγα με «τρελούς», απατεώνες, κακότροπους ανθρώπους, που είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτόν τους, δεν έψαχναν συνεργάτη ή εργαζόμενο, αλλά έναν άνθρωπο να σκλαβώσουν. Δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα. Μοιραζόμουν τις εμπειρίες μου και φαινόμουν εγώ η τρελή κι η παράλογη, αυτή που ίσως είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτόν της. Αυτά παθαίνει ο καθρέφτης, καμιά φορά σπάει κιόλας από το κακό. Έπαιρνα τα πολύτιμα που κουβαλούσα μέσα μου, τα ταλέντα μου, την όρεξή μου για εργασία, τις ιδέες μου, τη δημιουργικότητά μου κι έφευγα να σωθώ.
Χρειαζόταν απλώς λίγα χρόνια ακόμη για να αποκαλυφθεί το πραγματικό σκηνικό. Δεν ξέρω πώς άντεξα. Ίσως οι πολεμικές τέχνες, ίσως ο χαρακτήρας μου, ίσως, ίσως, ίσως, ίσως. Έμεινα με κάτι μικρές λαβωματιές, όσο γύριζα τη φόδρα τα μέσα έξω σ’ αυτό το ραψίδι της κοινωνίας. Κι όσο τα ζούσα αυτά, εννοείται ότι πάλευα να έχω λεφτά για τις υποχρεώσεις μου. Θυμάμαι την καλή φίλη που απέκτησα αυτά τα χρόνια να με ρωτάει «Πώς ζεις εσύ; Πού βρίσκεις; Πώς αντέχεις;». Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω, όλο προέκυπτε μια μικρή δουλίτσα, μου έδινε τα ελάχιστα προς το ζην και πορευόμουν όλη αυτή τη δεκαετία. Ξέρω ότι όσο είχα τη δουλειά μου με τα ένσημα και το μισθό, είχα πιο πολύ άγχος και αγωνία για τη ζωή μου.
Ξέρω ότι με βοήθησαν και με βοηθούν οι άνθρωποι, οι σχέσεις μου μ’ αυτούς, οι συνδέσεις, το θάρρος που παίρνω από τις γυναίκες που συμπορευόμαστε και παλεύουμε με το τίποτα, τους καλούς άντρες που διαλέγω για συμβούλους και φίλους μου, τους καλούς ανθρώπους που με περιβάλλουν, που μ’ αγαπάνε, με στηρίζουν, εμφανίζονται και η ζωή μου λάμπει. Με βοηθά το φως, η αλήθεια, η αυθεντικότητα, η ειλικρίνεια, τα γεγονότα. Δεν με ενδιαφέρουν τα σκουπίδια -μόνο για συμμάζεμα και για να βάλουμε σκούπα στο κακό- οι ανάδελφοι κάθε είδους, οι απατεώνες, οι ψευταράδες, οι δήθεν, οι τίποτα που νομίζουν ότι είναι το παν, οι κρίσεις, οι επικρίσεις, τα σχόλια του καθενός. Μην τσιμπάτε κι εσείς.
Έχασα στα χρόνια αυτά όσα δεν χρειαζόμουν, ανασφάλειες, παράπονα, στεναχώριες, γκρίνιες, βεβαιότητες.
Κέρδισα χαρές, λύπες, ανθρώπους, πολύτιμα συναισθήματα, ψυχικούς θησαυρούς, κέρδισα τη ζωή μου. Έναντι όλων αυτών που ζούμε. Παρόλο που.