Προσπαθώ να δείχνω κατανόηση αυτόν τον καιρό, να θυμάμαι τι ζούμε όλοι μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σύστημά μου όλα αυτά θα τα αφήνει να με διαπερνούν. Δεν με παίρνει πια. Άλλωστε το νερό είναι το μόνο αδιάβροχο, ο βρεγμένος δεν φοβάται τη βροχή και άλλα τέτοια.

Αφουγκράζομαι, προτού οι άνθρωποι ηθελημένα γυρίζουν να μιλήσουν. Κι έχω καταλάβει, έχω καταλάβει από τα άφατα, από τους άρρητους αριθμούς τους, τα άλλα τους …νούμερα. Συνήθως όταν μιλούν, λένε για κάτι άλλο. Όχι, γι’ αυτό που τους καίει μέσα τους, αλλά παραπλεύρως για κάτι πιο ανώδυνο στα μάτια τους, κάτι που δεν ντρέπονται να εκφράσουν εξωτερικά. Θεμιτό, αλλά μην περιμένουν και να γίνουν αντιληπτοί πάντοτε. Τουλάχιστον από τον εαυτόν τους.
Ξέρω ότι σοκάρω, όταν μπαίνω κατευθείαν στο ψητό, μιλώντας για τα δικά μου. Μια φορά δημοσιογράφος, για πάντα δημοσιογράφος. Θέλω την είδηση, μόνον αυτή μπορώ να μοιραστώ κιόλας. Είναι και ο μόνος μου τρόπος να συνδέομαι και να αποσυνδέομαι βεβαίως. «Ξέρεις, φοβάμαι γι’ αυτό και γι’ αυτό… Απογοητεύομαι από κείνο… Αγχώνομαι για το τάδε… Χαίρομαι με το δείνα… Ενθουσιάζομαι με το παραδίπλα… Εκστασιάζομαι με το πιο πέρα…»
Σπάνια η ανταπόκριση σ’ αυτό το μοίρασμα είναι εφάμιλλη του μοιράσματος. Ο καθένας εκλαμβάνει από το δικό του πεδίο κατανόησης, αντίληψης, ψυχικής φόρτισης. Αλλά δεν με αποτρέπει αυτό από το να ρίχνω τον σπόρο του μοιράσματος, όπου υπάρχει έδαφος, θα ανθίσει. Πήγα τη Δευτέρα από την Υπέρλαμπρη της γειτονιάς, μ’ αυτό το βλέμμα της ενσυναίσθησης που μοιραζόμαστε πραγματικά. Το γλαστράκι μου βρήκε τη θέση του στη βιτρίνα της. Γελάσαμε, κοιταχτήκαμε, ανανεώσαμε το ραντεβού μας. Μυστικές συνδέσεις με τους ανθρώπους της καρδιάς μας.
Τον τελευταίο καιρό, όπου βρίσκομαι έξω με κόσμο, λειτουργώ λίγο σαν να είμαι στο γραφείο παλιά. Λέω στον καθένα τι να κάνει, ενώ δεν είναι η …δικαιοδοσία μου. Στην ηλικιωμένη κυρία σήμερα που έβγαλε τη μάσκα και ωρύονταν, της είπα χαμηλόφωνα «Φορέστε σας παρακαλώ, τη μάσκα για τη δική σας ασφάλεια». Υπάκουσε σαν υπνωτισμένη. Με ευχαρίστησε ύστερα, ήθελε λίγη προσοχή. Στα μετρό, στους δρόμους, όπου βρεθώ, έρχονται όλοι να τους πω πού να πάνε. Είναι αλαφιασμένοι, εκτός κέντρου, αγχωμένοι, με μια διάθεση εριστική. Στέκομαι, προσανατολίζομαι, τους λέω στέρεα προς τα πού να κατευθυνθούν. Ακόμη κι αν δεν ξέρω, ιδίως τότε. Ξέρεις πόσο σοβαρό είναι να στέκεσαι και να ακούς εκείνη τη στιγμή τον άλλον, την ανάγκη του; Ακόμη κι αν ύστερα αποδειχθεί ότι δεν μπορείς να τον βοηθήσεις επί του πρακτέου. Τον έχει βοηθήσει ήδη. Έχεις σταθεί για λίγο στο κέντρο σου κι έχεις δει και το δικό του, μπορείς να τον επαναφέρεις εκεί, με την αναπνοή σου και θα τον βρει ύστερα τον δρόμο του. Ή θα τον ανοίξει.
Καμιά φορά, αισθάνομαι ότι είμαι μια ανοιχτή πόρτα που τους αφήνω να περάσουν να πάνε απέναντι, δηλαδή στον εαυτόν τους. Αλλά και είμαι και κλειστή πύλη για όποιον θέλει να υπερβεί τα όριά μου που τα βάζω εγώ. «Όχι, ευχαριστώ δεν θέλω το περιοδικό του σούπερ μάρκετ… Όχι, ευχαριστώ δεν θα έρθω, κάποια άλλη φορά… Όχι, δεν μπορείτε να περάσετε από δω, εδώ στέκομαι εγώ. Θα περάσετε πιο δίπλα…»
Κι είναι κι άλλες φορές που συντονίζονται οι πύλες μας με των άλλων από χιλιόμετρα μακριά και μας πάνε παραπέρα. Ο ευγενής νεαρός με τη μικρούλα που μου άνοιξε τεράστιο χώρο να περάσω και να φύγω, κι έκανε σκριν, μέχρι να συμβεί αυτό σε όλο του το εύρος. Είναι κάτι άνθρωποι που λες ανοίγουν τον χωροχρόνο για να περάσουμε, για να μας φυγαδεύσουν στο παρακάτω. Είναι κάτι άνθρωποι γέφυρες που μας περνούν απέναντι. Διαμέσου του κέντρου μας, απόκεντρα, με όση φυγόκεντρη δύναμη υπάρχει…
Έχω και φόβο, πάμε μια βόλτα;
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.